-
1 λαιός
λαιός (A), ὁ, a kind of thrush, prob. the------------------------------------A left, λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε (sc. χειρί) Tyrt.15.3; λαιᾶς χειρός on the left hand, A.Pr. 714;πρὸς λαιᾷ χερί E.HF 159
; λαιοῖσι on the left, Parm.17;ἐπὶ λαιὰ κεκλιμένον Arat.160
, cf. Heliod. ap.Stob.4.36.8; οἱ τὸ λ. ἔχοντες (sc. μέρος) D.S.13.99; ἐς λαιὰν ἐσιόντων χῆρα ([dialect] Dor.) IG14.1721.3;τῇ λαιᾷ τοῦ δεξιοῦ λαβόμενος κέρως Philostr.Jun.Im.4
. (Poet., but not in Hom., who uses ἀριστερός: also in later Prose, τὰ διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί Prov. ap.Plb.38.10.9, cf. Jul.Or.2.57d, etc.) (Orig. λαιϝός, cf. Lat. laevus, Slav. lèv[ucaron]: in Hsch. we have λαίβα, i.e. λαίϝα, = ἀσπίς, because borne on the left arm; cf. λαῖφα, λαῖτα, λαφός.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский